- τεσσαρακοντασέλιδος
- -η, -ο, Ν(για έντυπο) αυτός που έχει ή αποτελείται από σαράντα σελίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + -σέλιδος (< σελίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.